- θρύον
- το , θρύος ο сорняк (разновидность)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Θρύον — reed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύον — reed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύω — Θρύον reed neut nom/voc/acc dual Θρύον reed neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύω — θρύον reed neut nom/voc/acc dual θρύον reed neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύα — Θρύον reed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύα — θρύον reed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύου — Θρύον reed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύου — θρύον reed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύων — Θρύον reed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύων — θρύον reed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύῳ — Θρύον reed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)